3.9.10

Albert Camus | Le Premier Homme


Εκδόσεις | Λιβάνη
Σελίδες | 379
Έτος έκδοσης | 1995

-------------------------------------------------------------------------------------

4 Ιανουαρίου 1960. Στη μικρή πόλη Villeblevin της Γαλλίας ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα συνταράσει τον πνευματικό κόσμο. Ο Albert Camus, όπως και ο οδηγός, εκδότης και φίλος του, Michel Gallimard, είναι νεκροί. Ο συγγραφέας είχε λίγες ώρες πριν ακυρώσει ένα ταξίδι με τη γυναίκα του και τα παιδιά του - το εισιτήριο του τραίνου βρέθηκε σε μια τσέπη του παλτού του - για να ταξιδέψει με το Gallimard. Ο μόλις προ δύο ετών βραβευθείς με το Νόμπελ λογοτεχνίας πεθαίνει έχοντας δημιουργήσει, μαζί με τον Jean-Paul Sartre, ένα ιδιαίτερο κύμα στη γαλλική και ευρωπαϊκή λογοτεχνία, παρόλο που είχε εκδόσει μόνο τρία έργα: το L' Etranger (1942), το La Peste (1947) και το La Chute (1956). Μετά το θάνατό του ακολούθησε το 1971 η έκδοση του La Mort Heureuse, έργο που είχε γράψει μεταξύ του 1936 και 1938.
Στον τόπο του ατυχήματος και μέσα στα προσωπικά είδη του Camus βρέθηκε ένα ανολοκλήρωτο έργο που ετοίμαζε ο Γαλλοαλγερινός συγγραφέας. Ήταν ένα βιβλίο αυτοβιογραφικό, που παρουσίαζε τη ζωή του Ζακ Κορμερί, την παιδική του ηλικία και την ενηλικίωσή του, καθώς και την προσπάθειά του, στα 40 του πλέον, να γνωρίσει τον νεκρό πατέρα του, ο οποίος είχε πεθάνει στον πόλεμο όταν ο ίδιος ήταν πολύ μικρός.
Τελικά όμως, στο έργο - τουλάχιστον σε όσο είχε μέχρι τότε γραφτεί - υπάρχει περισσότερο μια προσέγγιση στο να δούμε, να γνωρίσουμε, να κατανοήσουμε, αλλά και να συμπαθήσουμε τη μητέρα του. Ένα άτομο με προβλήματα επικοινωνίας - δεν ήξερε να διαβάζει, δεν άκουγε και δε μιλούσε καλά - που όμως αποτελεί το πιο αγαπητό πρόσωπο για τον συγγραφέα, ένα πρόσωπο ήρεμο και γαλήνιο, αφημένο συνήθως σε ένα δικό του κόσμο, καθώς αγαπημένη συνήθειά της ήταν να κάθεται σε μία καρέκλα κοντά στο παράθυρο και να χαζέυει τα φώτα και την κίνηση του δρόμου. Τελικά, για τον πατέρα του δε μαθαίνουμε πολλά πράγματα, ούτε και ο ίδιος ο ήρωας άλλωστε. Στο ολοκληρωμένο έργο ίσως τα πράγματα να ήταν διαφορετικά.
Τα χειρόγραφα που είχαν βρεθεί στο δυστύχημα είχαν το απόλυτα προσωπικό ύφος της συγγραφής του Camus: χωρίς σημεία στίξης, με πάρα πολλά σχόλια και διορθώσεις. Για αρκετό καιρό, η κόρη του - κυρίως - προσπαθούσε να βάλει σε μία τάξη τα λόγια και τις προτάσεις του πατέρα της για να καταφέρει να δώσει ζωή σε αυτό που έμελλε να είναι το τελευταίο έργο του. Μετά από πολλές προσπάθειες, οι οποίες αλλοίωναν το αρχικό γράψιμο, τελικά επιλέχθηκε η πιο σίγουρη οδος: να εκδοθεί το βιβλίο με το γράψιμο του ίδιου του Camus. Προστέθηκαν βέβαια κάποια σημεία στίξης, αλλά και πάλι ορισμένες προτάσεις είναι απλώς τεράστιες - μέχρι που καταλαμβάνουν και μιάμιση σελίδα.
Τι μένει όμως από αυτή την ιστορία; Εκτός από τις ίδιες τις στιγμές που αναφέρονται από τον συγγραφέα, όπως η εύρεση του τάφου του πατέρα του, η βομβιστική επίθεση στη γειτονιά της μητέρας του (ήταν άλλωστε η περίοδος των συγκρούσεων για την αυτοδιάθεση της Αλγερίας), τα χρόνια του στο δημοτικό κι ο αγαπημένος του δάσκαλος (με τον οποίο συνομιλούσε μέχρι το θάνατό του, γράμματα υπάρχουν στο τέλος του βιβλίου) και τα πρώτα του χρόνια στο λύκειο, ένα πράγμα το οποίο μένει σε κάποιον είναι το πως γράφει ο Camus: με ύφος λυρικό, με απίστευτα όμορφες περιγραφές, με τρόπο που δε σου δείχνει απλώς τη σκηνή, αλλά σε βάζει μέσα της.
Κι όλα αυτά στο πρώιμο γράψιμο του, χωρίς διορθώσεις, χωρίς να έχει ξαναπεράσει για να διανθίσει τα λόγια του ή για να αφαιρέσει περιττές λέξεις. Σίγουρα, θα ήθελα να δω και την τελική μορφή αυτού του έργου, όχι μόνο για το πως θα εξελισσόταν η ιστορία, αλλά και για το πως θα κατέληγε το γράψιμο και η παρουσίαση των εικόνων από τον Camus. Όμως, ακόμη και σε αυτή τη μορφή, το έργο του είναι απλά μεγαλειώδες.

-------------------------------------------------------------------------------------

*Η ΑΤΑΚΑ
για τον πατέρα του:
Και το κύμα της τρυφερότητας και του οίκτου που απότομα ήρθε και του γέμισε την καρδιά δεν ήταν η κίνηση της ψυχής που φέρνει το γιο προς την ανάμνηση του χαμένου πατέρα αλλά η αναστατωμένη συμπόνια που ένας μεστός άντρας νιώθει μπροστά στο αδικοσκοτωμένο παιδί - κάτι εδώ δεν ήταν στη φυσική τάξη των πραγμάτων και, αληθινά, δεν υπήρχε τάξη αλλά μονάχα τρέλα και χάος εκεί όπου ο γιος ήταν πιο μεγάλος από τον πατέρα. Ακόμα και η συνέχεια του χρόνου κομματιαζόταν γύρω του, έτσι καθώς στεκόταν ακίνητος, ανάμεσα σ' αυτούς τους τάφους που δεν έβλεπε πια, και τα χρόνια δεν ακολούθησαν πια μια λογική σειρά σαν το μεγάλο ποτάμι της ζωής που κυλάει προς το τέλος του. Είχαν γίνει σάλος, τράβηγμα και δίνη των κυμάτων που μέσα τους ο Ζακ Κορμερί πάλευε τώρα με την αγωνία και τον οίκτο. Κοίταζε τους άλλους τάφους του τετραγώνου και από τις ημερομηνίες διαπίστωνε πως αυτή η γη ήταν διάσπαρτη από παιδιά που ήταν οι πατεράδες αντρών με μαλλιά που άσπριζαν και που νόμιζαν πως ζούσαν αυτή τη στιγμή. Γιατί κι ο ίδιος νόμιζε πως ζούσε, είχε δημιουργηθεί μόνος του, γνώριζε τη δύναμή του, την ενεργητικότητά του, αντιμετώπιζε τη ζωή κι είχε τον έλεγχο του εαυτού του. Όμως, μέσα στον αλλόκοτο ίλιγγο που βρισκόταν αυτή τη στιγμή, το άγαλμα, που κάθε άνθρωπος αναγείρει τελικά και χαλυβδώνει στη φωτιά των χρόνων για να βυθιστεί μέσα του και να περιμένει τον τελευταίο αφανισμό, ράγιζε γρήγορα και γκρεμιζόταν ήδη. Τώρα, το μόνο που έμενε από την ύπαρξή του ήταν αυτή η γεμάτη αγωνία καρδιά, άπληστη για ζωή, επαναστατημένη ενάντια στη θανάσιμη τάξη του κόσμου που τον συνόδευε εδώ και σαράντα χρόνια και που χτυπούσε πάντα με την ίδια δύναμη πάνω στον τοίχο που τον χώριζε απ' το μυστικό κάθε ζωής, θέλοντας να πάει πιο μακριά, πιο πέρα, για να μάθει, πριν πεθάνει, να μάθει τελικά για να υπάρξει, μια μόνο φορά, ένα μόνο δευτερόλεπτο, όμως για πάντα.

για τη μητέρα του:
Όταν έφτασε μπροστά στην πόρτα, η μητέρα τού είχε ανοίξει κι έπεσε στην αγκαλιά του. Κι εκεί, όπως κάθε φορά που ξαναβρίσκονταν, τον φιλούσε δυο τρεις φορές, τον έσφιγγε δυνατά στην αγκαλιά της, κι εκείνος ένιωθε πάνω στα μπράτσα του τα πλευρά και τα σκληρά πεταγμένα κόκκαλα των ώμων της που έτρεμαν κάπως, ενώ ανέπνεε τη γλυκιά μυρωδιά του δέρματός της που του θύμιζε εκείνο το σημείο, κάτω απ' το καρύδι, ανάμεσα στους δύο τένοντες του λαιμού, που δεν τολμούσε πια να της το φιλήσει, όμως του άρεσε να το μυρίζει και να το χαϊδεύει όταν ήταν παιδί, τις σπάνιες φορές που τον έπερνε στα γόνατά της κι εκείνος έκανε πως αποκοιμιόταν, με τη μύτη μέσα στο μικρό κοίλωμα που γι' αυτόν είχε τη μυρωδιά, την τόσο σπάνια στην παιδική του ηλικία, της τρυφερότητας. Τον φιλούσε κι ύστερα, αφού τον άφηνε, τον κοίταζε και τον ξανάπιανε για να τον φιλήσει άλλη μια φορά, λες και, έχοντας υπολογίσει μέσα της όλη την αγάπη που μπορούσε να του δώσει ή να του εκφράσει, αποφάσιζε πως έλειπε ακόμη λίγη. "Γιε μου", έλεγε, "ήσουν μακριά". Κι ύστερα, αμέσως μετά, η στάση της άλλαζε, έμπαινε στο διαμέρισμα και πήγαινε να καθίσει στην τραπεζαρία που έβλεπε στο δρόμο, έμοιαζε να μη σκέφτεται ούτε εκείνον ούτε και τίποτα άλλο, τον κοίταζε μάλιστα πού και πού με μια περίεργη έκφραση, λες και τώρα, ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση του έδινε, εκείνος ήταν παρείσακτος κι ενοχλούσε το στενό, άδειο και κλειστό χώρο όπου η μητέρα του ζούσε μοναχικά. Εκείνη τη μέρα, επιπλέον, αφού κάθισε δίπλα της, την είδε να κατέχεται από κάποια ανησυχία και να κοιτάζει, κάπου κάπου, το δρόμο, στα κλεφτά, με τ' όμορφο, σοβαρό και ταραγμένο βλέμμα της που ηρεμούσε κατόπιν όταν κοίταζε τον Ζακ.

*ΑΞΙΖΕΙ Ή ΔΕΝ;
Με αυτό το βιβλίο θα μπορούσε κάλλιστα να φτάσει και σε ένα δεύτερο Νόμπελ λογοτεχνίας.

*ΒΑΘΜΟΛΟΓΙΑ
9,5/10

No comments: